- κιονηδόν
- κιονηδόν (Α)επίρρ.1. σαν κίονας*2. φρ. «γράφω κιονηδόν» — γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον- (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ-ηδόν, κλιμακ-ηδόν].
Dictionary of Greek. 2013.